λωρωτός

λωρωτός
λωρωτός, -ή, -όν (Μ) [λωρί]
1. λουρωτός, λουριδωτός, ριγωτός
2. είδος υφάσματος με πολύχρωμες ρίγες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λουρωτός — ή, ό (Μ λωρωτός, ή, όν) αυτός που έχει επιφάνεια με χρωματιστές λουρίδες, λουριδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωρωτός, με κώφωση < λωρίον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”